καθαιρετός

καθαιρετός
καθαιρετός, -ή, -όν (Α) [καθαιρῶ]
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αποκτήσει, να επιτύχει, αποκτητός («ὃ ἐκεῑνοι ἐπιστήμη προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῑν ἐστι μελέτη», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθαιρετόν — καθαιρετός able to be achieved masc acc sg καθαιρετός able to be achieved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρετῶν — καθαιρέτης overthrower masc gen pl καθαιρετός able to be achieved fem gen pl καθαιρετός able to be achieved masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαθαίρετος — εὐκαθαίρετος, ον (Α) 1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα 2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.) 3. αυτός που εξαντλείται εύκολα 4. ασταθής, ευμετάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”